- ἀντιδιαστολῆς
- ἀντιδιαστολήoppositionfem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αύτως — αὔτως επίρρ. (Α) 1. με αυτόν ακριβώς τον τρόπο, έτσι ακριβώς 2. έτσι δα, όχι καλύτερα 3. ακριβώς σαν 4. εντελώς 5. όπως προηγουμένως, όπως στην αρχή 6. ακλόνητα, σταθερά 7. μάταια, απερίσκεπτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτός. Η διαφορά στον τονισμό μεταξύ… … Dictionary of Greek